Μετατροπή-επιμέλεια κειμένου: «ΛΙΜΕΝΙΚΑ ΝΕΑ»
Η είδηση πως ο αστυνομικός φρουρός του Αστυνομικού Τμήματος Αγίων Αναργύρων, ο οποίος φέρεται να έμεινε απαθής μπροστά στη γυναικοκτονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα, που έλαβε χώρα κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια του, είχε καταδικαστεί σε οκτώ χρόνια φυλάκιση για υποβοήθηση κυκλώματος διακίνησης μεταναστών μέσω αεροδρομίων το μακρινό 2014, αλλά παρ’ όλα αυτά παρέμενε στην υπηρεσία του – με τις διαδικασίες απόταξής του σε… εξέλιξη 10 χρόνια μετά την αποκάλυψη της δράσης του -, υπογράμμισε με εμφατικό τρόπο πως κάτι δεν πάει καλά στον τρόπο που η ΕΛ.ΑΣ. αντιμετωπίζει τα «παιδιά της» που παρανομούν. Άλλωστε, δεν πρόκειται για ένα μεμονωμένο περιστατικό. Πρόσφατο (7/4/2024) ρεπορτάζ του Βασίλη Λαμπρόπουλου για «Το Βήμα» αποκάλυψε ότι 107 ένστολοι που έχουν διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα και έχει ζητηθεί πειθαρχικά η αποχώρησή τους από την ΕΛ.ΑΣ. συνεχίζουν να παραμένουν εν ενεργεία σε διάφορες υπηρεσίες της ανά τη χώρα.
Η διαφθορά και ο «νόμος της σιωπής»
Στα παραπάνω, βέβαια, έρχεται να προστεθεί και μία ακόμη διάσταση, αυτή της διαφθοράς. Κατά τη Σοφία Βιδάλη, τα περιστατικά που έχουν φτάσει στις Αρχές δεν αποτυπώνουν με σαφήνεια τη «μεγάλη εικόνα» της συγκεκριμένης μορφής παραβατικότητας, καθώς υποκαταγράφονται. «Την ίδια στιγμή, κρίσιμα είναι και τα ποιοτικά στοιχεία όταν μιλάμε για κρούσματα διαφθοράς. Η διαφθορά ενός υψηλόβαθμου στελέχους της διοίκησης είναι πολύ πιο επιβλαβής από ό,τι η αντίστοιχη 50 χαμηλόβαθμων στελεχών της» σημειώνει με νόημα η καθηγήτρια Εγκληματολογίας. Σε αυτή την κατηγορία είναι σαφές ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με μεμονωμένες παραβατικές
συμπεριφορές ή ακόμη και με ποινικά αδικήματα τελεσμένα από αστυνομικούς, αλλά ουσιαστικά με τον τρόπο με τον οποίο τελικά κατορθώνουν να λειτουργούν εγκληματικά δίκτυα εντός της Αστυνομίας. «Η συμμετοχή αστυνομικών σε οργανωμένα εγκληματικά δίκτυα και σε “συστημικά φαινόμενα” διαφθοράς που δύσκολα αποκαλύπτεται επιφέρει περισσότερες συνέπειες εν συγκρίσει με την ατομική εγκληματική δράση για το προσωπικό όφελος ενός ατόμου» συνεχίζει η Σοφία Βιδάλη.
Ακόμα, όμως, και αν περιπτώσεις διαφθοράς περιέλθουν στη γνώση συναδέλφων τους, στην εξίσωση μπαίνει ο άγραφος «νόμος της σιωπής». Πέρα από την επιλογή των άμεσα εμπλεκομένων σε ένα σύστημα διαφθοράς να μη συνεργάζονται με τις Αρχές για να μη χάσουν τα «κεκτημένα οφέλη» τους, η σιωπή συνιστά για τη Σοφία Βιδάλη και «τρόπο επιβίωσης για όσους γνωρίζουν και δεν μπορούν να κάνουν τίποτα», καθώς οι αστυνομικοί-μάρτυρες φοβούνται πιθανά αντίποινα, τα οποία εκτείνονται από ενδεχόμενη δυσμενή μετάθεση έως και απειλές για οικεία πρόσωπα. Ακόμη, είναι πιθανό «ορισμένοι από αυτούς να μην εμπιστεύονται τις Αρχές – τις οποίες υπηρετούν – ώστε να καταγγείλουν τα περιστατικά», κάτι που με τη σειρά του αποτελεί άλλη μια ένδειξη ότι εντός της Αστυνομίας υπάρχουν παγιωμένες πρακτικές διαφθοράς.
Τα παραπάνω ζητήματα αποκτούν ξεχωριστή σημασία σε μια εποχή που το ζήτημα της ασφάλειας δείχνει να κυριαρχεί στις προτεραιότητες των πολιτών. Γιατί το να διαπράττουν ποινικά αδικήματα οι εκπρόσωποι της έννομης τάξης δεν είναι απλώς μια ακόμη στατιστική παράμετρος στο συνολικότερο πρόβλημα της εγκληματικότητας, αλλά κάτι που έχει αντίκτυπο όχι μόνο στο εσωτερικό της ίδιας της Αστυνομίας αλλά και συνολικά στην κοινωνία, ενέχοντας τον κίνδυνο να οδηγήσει σε μια μοιραία ρήξη της αναγκαίας σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στον πολίτη και στον αστυνομικό.
Τα πορίσματα της Επιτροπής Αλιβιζάτου που δεν έγιναν ποτέ πράξη
Ο ΝΙΚΟΣ ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ, νομικός και ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 2019
ηγήθηκε Επιτροπής που συνέστησε το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, με αντικείμενο τη διοικητική διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων που διαπράττονται από το ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας. Το πόρισμα της λεγόμενης Επιτροπής Αλιβιζάτου, που παραδόθηκε στις 4 Μαΐου 2020, κατέληγε στις ακόλουθες διαπιστώσεις για τον προβληματικό τρόπο που αντιμετωπίζονται από την ίδια την ΕΛ.ΑΣ. οι παραβατικές συμπεριφορές αστυνομικών: 1) Απροθυμία των ανακριτικών οργάνων να συνεργαστούν με τον Συνήγορο του Πολίτη (που έχει την ευθύνη της διερεύνησης των περιστατικών αυθαιρεσίας) . 2) Μεροληψία των ανακριτικών αστυνομικών οργάνων «που εκδηλώνεται με την κατά σύστημα αποδοχή εντυπωσιακά “όμοιων” καταθέσεων από τους εμπλεκόμενους αστυνομικούς και την απόδοση πολύ μεγαλύτερης βαρύτητας στις μαρτυρικές καταθέσεις των τελευταίων σε σύγκριση με τις καταθέσεις των πολιτών». 3) Συστηματική καθυστέρηση στην υποβολή εγγράφων που ζητεί ο Συνήγορος. 4) Μη συμμόρφωση στα πορίσματα του Συνηγόρου με αποτέλεσμα να αναπέμπονται υποθέσεις στην ΕΛ.ΑΣ. για περαιτέρω έρευνα. 5) Πλημμελής αιτιολογία των αποφάσεων των πειθαρχικών οργάνων της ΕΛ.ΑΣ., «ιδίως στο πεδίο της έρευνας του ρατσιστικού κινήτρου».
Στη βάση αυτών των διαπιστώσεων, η Επιτροπή προχώρησε στην κατάθεση σειράς προτάσεων που θα έβαζαν φρένο στην «ελληνική ιδιαιτερότητα που συνιστά η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών οργάνων, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από διεθνείς οργανισμούς» . Μεταξύ άλλων, πρότεινε την επαναφορά των ατομικών διακριτικών στις στολές όλων των αστυνομικών, την εγκατάσταση καμερών στο εσωτερικό των περιπολικών, στα κρατητήρια και στα γραφεία όπου διεξάγονται ανακρίσεις. Οι προτάσεις αυτές, εντούτοις, παραμένουν αναξιοποίητες…
Ο Νίκος Αλιβιζάτος, μιλώντας στα «ΝΕΑ», αναφέρει πως διαπίστωσε ένα μείζον θέμα κακώς νοούμενης «συναδελφικής αλληλεγγύης και αλληλοκάλυψης, αλλά και ένα σημαντικό έλλειμμα εκπαίδευσης των αστυνομικών», υπογραμμίζοντας ότι είναι ενδεικτική «η ατιμωρησία των εμπλεκόμενων αστυνομικών, όπως προκύπτει από τις επανειλημμένες καταδίκες της χώρας μας από διεθνείς οργανισμούς». Επιπλέον,
στέκεται στη «μεροληψία των ανακριτικών αστυνομικών οργάνων».
Την ίδια στιγμή, βέβαια, συμπληρώνει η καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σοφία Βιδάλη, προβληματική παραμένει και η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, καθώς «οι εσωτερικές καθυστερήσεις στη διάρκεια της έρευνας, της συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού και της ακροαματικής διαδικασίας μπορεί να είναι μέρος της δυσκολίας που έχει μία υπόθεση, όμως, αποτελεί ταυτόχρονα και έναν παράγοντα που πρέπει να μας υποψιάσει για το εάν μία δίκη είναι υπονομευμένη στη διαδικασία της ή όχι»
Μετατροπή-επιμέλεια κειμένου: «ΛΙΜΕΝΙΚΑ ΝΕΑ»